- φιλοπουλύγελως
- -έλωτος, ὁ, ἡ, Αβλ. φιλοπολύγελως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπολύγελως — και φιλοπουλύγελως, έλωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πολύγελως «αυτός που γελά πολύ»] … Dictionary of Greek